κούριμος — κούριμος, ίμη, ον (ΑM, Α θηλ. και ος) αυτός που έχει αποκοπεί με κούρεμα, κομμένος («ἔπεμψε χαίτην κουρίμην χάριν πατρός», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην κουρά, στο κούρεμα («σίδαρον ἐπὶ κάρα τιθεῑσα κούριμον», Ευρ.) 2. το θηλ.… … Dictionary of Greek
κούριμος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούριμον — κούριμος of masc acc sg κούριμος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρίμην — κούριμος of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρίμης — κούριμος of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρίμου — κούριμος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CAPILLI Promulsi et Remulsi — dicuntur Apuleio capilli pexi tantum ac dentibus pectinis discriminatri; πεκτὴ et ἐκτενισμένη ςθρὶξ Graecis, quae alium non admisit ornatum, praeter pectinis discriminationem, non calamistris intorta, non in cumulum nodata, non spiris convoluta,… … Hofmann J. Lexicon universale
MULIER, a MOLLITIE — Isidoro l. 12. c. 2. unde mollior turba, apud Stat. Theb. l. 6. c. 131. cinxêre Lycurgum Lernaei Proceres, genitricem mollior ambit Turba Muliebris sexus exponitur veteri Scholiastae. Vide Varronem, laudatum Lactantio de Opificio Dei c. 12. Cum… … Hofmann J. Lexicon universale
PROMULSI — item Remulsi Gapilli, apud Appuleium, sunt Graecis τρίχες κατεψημιέναι, crines pexi ac divisi; oppositi πεπλεγμέναις καὶ οὐλωθείσαις, tortis et calamistratis. Mulieres enim, quae capillum a fronte dividebant, vel praeter hunc simplicem ornatum,… … Hofmann J. Lexicon universale
κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek
(s)ker-4, (s)kerǝ-, (s)krē- — (s)ker 4, (s)kerǝ , (s)krē English meaning: to cut Deutsche Übersetzung: ‘schneiden” Material: I. A. O.Ind. ava , apa skara “Exkremente (Ausscheidung)”; kr̥ṇüti, kr̥ṇōti “verletzt, slays “ (lex.), utkīrṇ a “ausgeschnitten,… … Proto-Indo-European etymological dictionary